Στόχος του έργου, τα αποτελέσματα του οποίου παρουσιάστηκαν από τον Dr. Ιωάννη Σακαρίδη, είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των τοπικών τυροκομικών προϊόντων, με έμφαση στην πιστοποίηση της προέλευσης και την ιχνηλασιμότητα των προϊόντων.
Τα βασικά πλεονεκτήματα του έργου είναι η προστασία της αυθεντικότητας των παραδοσιακών ελληνικών τυροκομικών προϊόντων, η διασφάλιση της ποιότητας και της εθνικής ταυτότητας και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων στην ευρωπαΐκή αγορά.
Παράλληλα οι παραγωγοί που θα ενταχθούν στο πρότυπο ποιότητας, θα ενισχύσουν την αναγνωρισιμότητα και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών τυριών, ενώ θα διασφαλιστεί και η βιωσιμότητα και η κερδοφορία των επιχειρήσεων τους με τη δημιουργία ενος ισχυρού brand name για το ελληνικό κατσικίσιο τυρί.
«Το πρόγραμμα αφορά την ανάπτυξη ενός συστήματος ανίχνευσης νοθείας και ταυτοποίησης τυροκομικών προϊόντων που προέρχονται από γάλα εγχώριων αιγών. Με μια απλή μέθοδο θέλουμε να ελέγχουμε τυχόν νοθείες που μπορεί να γίνονται στο γάλα με την προσθήκη νερού.
Αυτή τη στιγμή τα τυροκομεία έχουν τη δυνατότητα να ανιχνεύσουν την νοθεία γάλακτος με νερό. Υπάρχουν όμως και οι επιτήδειοι που έχουν βρει έναν τρόπο να προσθέτουν κάποιες έξτρα ουσίες. Πρόκειται για μία συγκεκριμένη σκόνη η οποία μπορεί και ξεγελάει τα μηχανήματα και κάνει τη νοθεία μη ανιχνεύσιμη» εξηγεί ο Dr. Σακαρίδης Ιωάννης.
«Εμείς αναπτύξαμε μία μεθοδολογία που εντοπίζει την ουσία που βρίσκεται μέσα στο γάλα. Το δεύτερο κομμάτι της έρευνας αφορά την μοριακή ανάλυση του γονιδιώματος των αιγών από εγχώριες φυλές, τις οποίες προσπαθήσαμε να διαχωρίσουμε από τις ξένες φυλές, που είτε ζουν στην Ελλάδα και παράγουν γάλα, είτε προέρχονται απο εισαγόμενο γάλα του εξωτερικού.
Στο τέλος δημιουργήσαμε ένα πρότυπο ποιότητας το οποίο θα δίνει έναν κωδικό στον παραγωγό, θα γίνεται έλεγχος στον παραγωγό για να διαπιστωθεί ότι έχει εγχώριες φυλές.
Έτσι τα τυροκομεία θα μπορούν πιστοποιημένα να έχουν σήμα ποιότητας το οποίο θα αποδεικνύει οτι το γάλα που χρησιμοποιείται θα είναι από εγχώριες φυλές» προσθέτει ο Dr. Σακαρίδης.
«Ένας λόγος που δεν μπορούμε να βρούμε την ισορροπία είναι ότι δεν έχουμε εκτιμήσει την αξία των ΠΟΠ τυριών με τα οποία μπορούμε να παίρνουμε προστιθέμενη αξία στα τυριά μας και να πηγαίνει η προστιθέμενη αυτή αξία στον πρωτογενή τομέα» σχολιάζει η κ. Ελένη Προίκα που ασχολείται με την τυροκομία, αναφορικά με τα οικονομικά προβλήματα στον πρωτογενή τομέα.
«Θεωρώ πως αν αξιοποιηθεί αυτό το εργαλείο το οποίο έχουμε εμείς οι Έλληνες, θα μπορέσουμε να κάνουμε τυριά με υψηλή βέβαια αξία και υψηλό κόστος που να μπορεί ο παραγωγός να ανταπεξέρχεται στις υποχρεώσεις του».
Comments are closed.