Το πάρκο Αχειροποιήτου είναι το πάρκο που παίξαμε. Κρυφτό πίσω από τα αγάλματα των Μακεδονομάχων. Το πάρκο που φιλοξένησε την πρώτη εφηβεία μας. Το πάρκο που έκανε πατίνια η μικρή αδελφή μου. Το πάρκο που πηγαίναμε τον παιδικό μας σκύλο, την Lucky να τρέξει.
Μπορώ να το ξανασχεδιάσω νοερά με κάθε λεπτομέρεια. Μνήμη αναλλοίωτη. Μπορώ να ξαναγευτώ την τυρόπιτα του «Γιώργου» απέναντι. Να θυμηθώ οτι όλες ήμασταν τσιμπημένες με τον Ζαχαράκη τον φαρμακοποιό. Ποιός χρειαζόταν τόσες ασπιρίνες; Μπορώ να θυμηθώ τον ήλιο ανάμεσα στις λεύκες την άνοιξη. Τις λεύκες που κόπηκαν γιατί ήταν επικίνδυνες. Ψηλές. Σαν τον ψηλό που διάβαζε, φοιτητής ήταν, στο παγκάκι κάθε απόγευμα.
Το πάρκο της γειτονιάς, κοντά στα σπίτια μας. Το πάρκο των πρώτων σκιρτημάτων. Του πρώτου φιλιού. Το πάρκο που αγαπούσαμε. Που δε φοβόμασταν το βράδυ να περάσουμε από μέσα του για να κόψουμε δρόμο.
Πέρασαν τα χρόνια. Αλλάξαμε γειτονιές. Τα πατρικά, γονιών που δεν υπάρχουν πια, πήραν αξία. Εξαιτίας του μετρό. Τα ανακαινίσαμε. Κάποιοι συμμαθητές τα νοικιάζουν rb’n’b.
Το χάσαμε το πάρκο για χρόνια. Νάϊλον φυλλώματα και λαμαρίνες. Μετά σηκώθηκε το στέγαστρο του μεγάλου terminal.
Έγινε η παιδική χαρά. Περίφραξη. Παρτέρια. Παγκάκια. Το πάρκο θα ξαναγίνει το πάρκο κάποιων άλλων παιδιών. Τα αγάλματα στήθηκαν αλλού. Να μπορούσαν, λέει, οι καπεταναίοι του Μακεδονικού να σηκωθούν τα βράδια και να τρομοκρατήσουν αυτά τα σκουπίδια που πέταξαν τα σκουπίδια τους εκεί που τα πέταξαν, αυτούς που πάρκαραν εκεί που πάρκαραν, αυτούς με τα σπρέϊ, αυτούς που δε μπορούν ποτέ να δουν την ομορφιά, αυτούς που πρέπει να κλωτσήσουν πάνω σε μια φιγούρα τα πατίνια της μικρής μου αδελφής…
Comments are closed.