Οι αμανέδες, τα «καφέ-αμάν», οι καρσιλαμάδες, τα σμυρναίικα τραγούδια, τα αντικριστά, τα χασάπικα και τα ζεϊμπέκικα ήρθαν στην Ελλάδα μαζί με τους 1,5 εκατ. πρόσφυγες από τη Μικρασία.
Τα περισσότερα τραγούδια μιλούσαν για αγάπη, χωρισμό, ξενιτιά, αμανέδες που πλημμύριζαν από πάθος και στεναχώρια, υμνούσαν τον έρωτα, τον πόνο και τη νοσταλγία…
Η πορεία και εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού δεν θα ήταν σήμερα η ίδια χωρίς την παρουσία του μικρασιατικού τραγουδιού, της κουλτούρας του και των ανθρώπων που το υπηρέτησαν.
Ποια μουσική έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες, πώς προσαρμόστηκε στον ελλαδικό χώρο και πώς επηρέασε την εξέλιξη του λαϊκού τραγουδιού;
Ο Απόστολος Τσαρδάκας, δεξιοτέχνης στο κανονάκι και μόνιμο μέλος του Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, εξηγεί πως η μουσική παράδοση των προσφύγων χωρίζεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες.
«Από τη μια, υπάρχουν οι παραδοσιακοί σκοποί και τα τραγούδια της ευρύτερης περιοχής των παράλιων της Μ. Ασίας (ελληνόφωνα και τουρκόφωνα) με ισχυρές επιρροές από την Ανατολή. Από την άλλη, η αστική μουσική της Σμύρνης, που αποτελεί μια ιδιότυπη μίξη ανατολίτικων και δυτικών στοιχείων, αντανακλώντας φυσικά την πολυπολιτισμικότητα και τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα αυτής της πόλης.
Σε αυτά, βέβαια, θα πρέπει να προστεθεί και ένας σημαντικός αριθμός κομματιών που συνέθεσαν οι σπουδαίοι Μικρασιάτες δημιουργοί, μετά τον ερχομό τους στην Ελλάδα, διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό το λεγόμενο ‘σμυρναίικο ύφος’».

Τα «νέα» μουσικά όργανα και οι ξένες δισκογραφικές εταιρείες
Η Μικρασιατική καταστροφή συνέπεσε χρονικά με το εμπορικό ενδιαφέρον ξένων δισκογραφικών εταιριών για το μουσικό τοπίο στην Ελλάδα και την έναρξη της δισκογραφικής δραστηριότητας. Η αποτύπωση αυτών των τραγουδιών σε δίσκους γραμμοφώνου συνέβαλε σταδιακά στη διάδοση και την αποδοχή τους από τους κατοίκους της παλιάς Ελλάδας, οι οποίοι στην αρχή τα αντιμετώπισαν απαξιωτικά ή και εχθρικά (όπως άλλωστε και τους ίδιους τους πρόσφυγες).
«Η τυπική «αλά τούρκα» ορχήστρα, που έδρασε κυρίως στα «καφέ-αμάν» των μεγάλων αστικών κέντρων, αποτελείται από όργανα της Ανατολής, όπως το ούτι, το κανονάκι (ή το σαντούρι), το βιολί (ή η πολίτικη λύρα), με την προσθήκη της κιθάρας σε ρόλο αρμονικής συνοδείας. Όμως το σμυρναίικο ύφος, όπως διαμορφώθηκε από τις ξακουστές εστουδιαντίνες της Σμύρνης, είναι πιο ανοιχτό και περιέχει και όργανα της δυτικής ορχήστρας, όπως το πιάνο, το μαντολίνο, η αρμόνικα, το βιολοντσέλο, τα χάλκινα πνευστά κ.ά., συνδυασμένα μεταξύ τους ποικιλοτρόπως».
Οι αμανέδες και το ρεμπέτικο τραγούδι
«Η πορεία του ρεμπέτικου από τα καταγώγια του περιθωρίου όπου γεννήθηκε μέχρι την καθολική του αποδοχή –σήμερα συγκαταλέγεται ανάμεσα στα μνημεία άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Unesco- είναι πολύ μεγάλη συζήτηση και πρέπει να εξετάζεται υπό το πρίσμα των τεράστιων κοινωνικών αλλαγών που συντελέστηκαν κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα στην Ελλάδα. Αυτό που συχνά υποβαθμίζεται στη συζήτηση αυτή είναι η συνεισφορά των Σμυρνιών συνθετών στην απενοχοποίηση του ρεμπέτικου. Βλέπετε, πολλοί από αυτούς ήταν άνθρωποι μορφωμένοι μουσικά και κουβαλούσαν μια κουλτούρα τελείως διαφορετική από αυτή των ανθρώπων του περιθώριου. Αυτό γίνεται εύκολα αντιληπτό στα τραγούδια τους, τα οποία κατάφεραν να γίνουν αποδεκτά από το ευρύ κοινό και από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα».
Οι μεγάλοι συνθέτες και τραγουδιστές
Αυτοί που ξεχώρισαν, προσθέτει ο Απόστολος Τσαρδάκας, ήταν αρκετοί κυρίως λόγω της ισχυρής τους παρουσίας στη δισκογραφία της εποχής. «Αξίζει, δε, να σημειωθεί πως σε αντίθεση με ό,τι συνέβη μεταπολεμικά – κυρίως από τη δεκαετία του ’80 και έπειτα – οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν αποκλειστικά οι τραγουδιστές. Δίπλα σε καταξιωμένους ερμηνευτές, όπως η Ρόζα Εσκενάζυ, η Ρίτα Αμπατζή, ο Αντώνης Νταλκάς και ο Κώστας Ρούκουνας, στέκονται ισάξια συνθέτες και μουσικοί που υπήρξαν ιδιαίτερα δημοφιλείς, όπως ο Τούντας, ο Δραγάτσης, ο Σέμσης, ο Σκαρβέλης, ο Περιστέρης και πολλοί άλλοι.

Αποτιμώντας σήμερα τη μουσική σκηνή του μεσοπολέμου στην Ελλάδα, μπορούμε με σιγουριά να πούμε πως η δημοφιλία όλων αυτών ανεξαιρέτως είναι ευθέως ανάλογη με την καλλιτεχνική τους αξία».
Η γέννηση του λαϊκού τραγουδιού
«Η παρουσία των Μικρασιατών μουσικών στον ελλαδικό χώρο σηματοδοτεί τη γέννηση του αστικού λαϊκού τραγουδιού. Πέρα από όσα ειπώθηκαν παραπάνω, θα πρέπει να επισημάνουμε και μια λιγότερο γνωστή πτυχή της συμβολής τους. Άνθρωποι όπως ο Περιστέρης, ο Σέμσης, ο Τούντας, ο Δραγάτσης και ο Σκαρβέλης, πέρα από κορυφαίοι συνθέτες, υπήρξαν και οι πρώτοι καλλιτεχνικοί διευθυντές των ξένων δισκογραφικών εταιρειών στην Ελλάδα
Με αυτή την ιδιότητα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις εξελίξεις. Απαλλαγμένοι από ιδεολογικές αγκυλώσεις και με ιδιαίτερα ανεπτυγμένο μουσικό και αισθητικό κριτήριο, έδωσαν βήμα σε συνθέτες όπως ο Βαμβακάρης, ο Τσιτσάνης, ο Χιώτης, που με τη σειρά τους οδήγησαν το ελληνικό τραγούδι σε τελείως διαφορετικά μονοπάτια.
Επιπλέον, οφείλουμε να παραδεχτούμε πως τα τραγούδια των προσφύγων εξακολουθούν μέχρι σήμερα να παίζονται και να συγκινούν, διατηρώντας τη φρεσκάδα τους αναλλοίωτη, και την ίδια στιγμή συνεχίζουν να ασκούν σημαντική επιρροή στη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία».
*Ο Απόστολος Τσαρδάκας είναι μόνιμο μέλος του Ειδικού Διδακτικού Προσωπικού, στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, στη βαθμίδα Α’, με ειδικότητα στο «Κανονάκι». Παράλληλα, είναι ενεργός μουσικός από το 1985. Φέτος έχει αναλάβει την καλλιτεχνική επιμέλεια του αφιερώματος στη μουσική της Σμύρνης με γενικό τίτλο «Σμύρνη 1922 – 2022, Πατρίδα λέω τα Τραγούδια», με ερμηνεύτρια την Ελένη Τσαλιγοπούλου.
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.