Αρθρογραφεί στην ThessNews η Κική Αραβίδου, συνιδρύτρια της ομάδας για την γυναικεία ενδυνάμωση και τα γυναικεία δικαιώματα SHE-Society for Help & Empowerment.
Οι γυναίκες μιλάνε πολύ. Η φλυαρία τους μάλιστα ίσως να είναι και μία από τις αιτίες για τα κακουργήματα σε βάρος τους, σύμφωνα με τις απόψεις που ακούσαμε από κάποιους άντρες που κατέχουν δημόσιο βήμα πριν κάποιες μέρες στην χώρα μας.
Καθόλου πρωτότυπο βέβαια, το ακούσαμε σαν επιχείρημα πριν ενάμιση χρόνο και από τον Ιάπωνα πρώην Πρόεδρο της Ολυμπιακής Επιτροπής 2020 όταν του ζητήθηκε να αυξηθεί ο αριθμός των γυναικών μελών της Επιτροπής. Έγινε πρώην στις 12 Φεβρουαρίου 2021 γιατί αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά την διεθνή κατακραυγή για τις δηλώσεις του. Μια εβδομάδα αργότερα στο κυβερνών εδώ και 65 σχεδόν χρόνια Φιλελεύθερο Δημοκρατικό κόμμα LDP στην Ιαπωνία ο Γενικός Γραμματέας του κόμματος σαν απάντηση στην κριτική ότι κυριαρχούσαν οι άντρες στην διοίκηση του, -2 γυναίκες στο 12μελές Πολιτικό Γραφείο και 3 στο 25μελές Εθνικό Συμβούλιο- δέχτηκε να παρακολουθούν τις συνεδριάσεις ακόμη 5 γυναίκες χωρίς όμως δικαίωμα ομιλίας!
Ισχύει όμως πραγματικά αυτό; Ισχύει η στερεοτυπική εικόνα που έχουμε για τις γυναίκες που περνούν την ημέρα τους κουτσομπολεύοντας ενώ οι στωϊκοί άντρες τα ξεπερνούν όλα μόνοι τους χωρίς την ανάγκη να κουβεντιάσουν; Μοιάζει να είμαστε προσκολλημένοι, σε παγκόσμια κλίμακα, με την ιδέα ότι οι γυναίκες μιλάνε περισσότερο παρόλο που έρευνες από την δεκαετία του 1970 έχουν αποδείξει ότι είναι λάθος.
Η ομιλητικότητα μπορεί να μετρηθεί με διάφορους τρόπους. Με την καταγραφή και μελέτη μιας συζήτησης σε εργαστηριακές συνθήκες πάνω σε συγκεκριμένο θέμα ή την καταγραφή και μελέτη συζητήσεων σε καθημερινή βάση στο σπίτι. Με την καταμέτρηση του αριθμού των λέξεων που ειπώθηκαν, του χρόνου ομιλίας του καθένα, του πόσες φορές πήρε τα λόγο το κάθε άτομο κ.ο.κ.
Ερευνητές στις ΗΠΑ συνδυάζοντας τα αποτελέσματα από 73 έρευνες κατέληξαν ότι όσον αφορά στα παιδιά, τα κορίτσια μιλούν περισσότερο από τα αγόρια, αλλά στην πραγματικότητα η διαφορά είναι αμελητέα. Ακόμη, η μικρή αυτή διαφορά εμφανίζεται μόνο όταν τα παιδιά συνομιλούν με τους γονείς τους και όχι στην επικοινωνία με τους φίλους τους. Επιπλέον είναι σημαντική η διαπίστωση ότι η διαφορά ήταν εμφανής μέχρι την ηλικία των δυόμιση ετών, όπου ίσως θα μπορούσαμε να την αποδώσουμε στους διαφορετικούς ρυθμούς ανάπτυξης των γλωσσικών ικανοτήτων μεταξύ αγοριών και κοριτσιών.
Όμως τι γίνεται με τους ενήλικες; Σε αντίστοιχες έρευνες σε ενήλικες ήταν οι άντρες που μιλούσαν περισσότερο. Αλλά και πάλι η διαφορά ήταν μικρή. Το εντυπωσιακό όμως είναι ότι σε μετρήσεις που έγιναν στο εργαστήριο με συγκεκριμένα θέματα συζήτησης οι άντρες μιλούσαν πολύ περισσότερο από τις γυναίκες σε σχέση με δεδομένα μετρήσεων από την καθημερινή πραγματική ζωή όπου ίσχυε το αντίθετο. Αυτό αποτυπώνεται και σε άλλες έρευνες που δείχνουν ότι οι άντρες μιλάνε περισσότερο στην δουλειά και οι γυναίκες περισσότερο στο σπίτι. Όπως και το ότι οι γυναίκες φίλες μιλούν περισσότερο από τους άντρες, μιλούν πιο συχνά, περισσότερη ώρα και για πιο προσωπικά θέματα. Αλλά αυτό αφορά ιδιωτικές συνομιλίες. Στον δημόσιο λόγο τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά, οι άντρες είναι πιο ανταγωνιστικοί και είναι εκείνοι που μιλούν περισσότερο, παίρνουν τον λόγο πιο συχνά και ρωτάνε περισσότερο. Ακόμη και αν σε μία δημόσια συγκέντρωση το ακροατήριο είναι ισάριθμα κατανεμημένο στα δύο φύλα, τα 2/3 των ερωτήσεων γίνονται από άντρες.
Το γεγονός ότι οι γυναίκες μιλάνε λιγότερο δημόσια είναι το λεκτικό ανάλογο του φυσικού χώρου που έχουν μάθει να καταλαμβάνουν δημόσια. Προτιμάμε να καθόμαστε δίπλα σε μια γυναίκα στο αεροπλάνο ή στο θέατρο γιατί συνήθως αυτή θα μαζέψει τα χέρια και τα πόδια της ώστε να μην καταλάβει χώρο από τον διπλανό της. Αναλόγως λοιπόν, όταν μιλάνε σε επίσημες διοργανώσεις πολλές γυναίκες προσπαθούν να μην καταλαμβάνουν λεκτικό χώρο με το να είναι πιο περιεκτικές, να έχουν πιο χαμηλό και διστακτικό τόνο στην φωνή τους για να μην επικριθούν με την υιοθέτηση ενός «ανδρικού στυλ ομιλίας».
Αλλά ποια είναι η συμπεριφορά των δύο φύλων όταν κατέχουν θέσεις εξουσίας; Ενώ είναι αναμενόμενο από όλους μας να μιλούν περισσότερο όσοι κατέχουν τέτοιες θέσεις, αυτό δεν συμβαίνει με τις γυναίκες, που ακόμη και το 2022, φοβούνται τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει ο υπερβολικός χρόνος ομιλίας, ότι θα τις κάνει να φαίνονται αλαζονικές και δεσποτικές. Επιπλέον, όταν άντρες βλέπουν γυναίκες να μιλούν περισσότερο από αυτούς, τις καταλογίζουν έλλειψη αυτοπεποίθησης, βασισμένοι στην λανθασμένη αντίληψη ότι οι γυναίκες δεν έχουν την κοινωνική θέση ή το στάτους να μιλούν πολύ. Ακόμη και οι γυναίκες «τιμωρούν» άλλες γυναίκες όταν μιλούν πολύ. Όλα αυτά γίνονται αντιληπτά, με αποτέλεσμα οι γυναίκες που κατέχουν θέσεις εξουσίας να υπολογίζουν και να περιορίζουν τον χρόνο ομιλίας τους.
Πολλές φορές βέβαια οι γυναίκες μιλάνε λιγότερο όχι από επιλογή αλλά γιατί δεν τους δίνεται ο λόγος τόσο συχνά όσο στους άντρες ή όταν τους δίνεται τις διακόπτουν περισσότερο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα επαναλαμβανόμενων διακοπών ήταν το προεκλογικό debate της Kamala Harris και του Mike Pence στις ΗΠΑ, που έγινε viral, γιατί μέσα σε λίγα λεπτά από την πρώτη διακοπή του Pence πλημμύρισε το Twitter με μηνύματα από γυναίκες που ταυτίστηκαν με την Kamala Harris βλέποντας την εικόνα ενός άντρα να μιλάει πάνω στην δική τους φωνή.
Πηγές: www.time.com
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.