Η Generation X, οι σημερινοί μεσήλικες 45 έως 60 ετών, μεγάλωσε με τα πρότυπα των γονιών της, που ταύτιζαν την επιτυχία με τη σκληρή δουλειά και την αφοσίωση στον εργοδότη. Παρότι διαμόρφωσε από νωρίς μια πιο ρεαλιστική στάση απέναντι στην εργασία και εξέφρασε την ανάγκη για ισορροπία, στην πράξη επένδυσε έντονα στην καριέρα της, συχνά πέφτοντας στην ίδια παγίδα της εργασιομανίας με τους Baby Boomers.
Όμως, έπειτα από κρίσεις, περικοπές, πανδημίες και ανατροπές, η ίδια γενιά επαναξιολογεί τις προτεραιότητές της. Σήμερα, ολοένα και περισσότεροι απορρίπτουν το μοντέλο της «καριέρας με κάθε κόστος» και αναζητούν συνθήκες εργασίας που φέρνουν ευχαρίστηση και όχι εξάντληση.
Με τις νεότερες γενιές, τους Gen Zs και τους Millennials, να οδηγούν την αλλαγή προς πιο βιώσιμα μοντέλα εργασίας, η έννοια της «καλής δουλειάς» επαναπροσδιορίζεται για το σύνολο του εργατικού δυναμικού. Πλέον, αυτή δεν συνδέεται μόνο με τη σταθερότητα και τον ικανοποιητικό μισθό, αλλά και με την ταύτιση των αξιών, τον σεβασμό και -για ένα εντυπωσιακό 77% των εργαζομένων- με τη στήριξη της ψυχικής τους υγείας.
Το τελευταίο αποτελεί εύρημα πρόσφατης έρευνας του jobseeker.com, στην οποία, επίσης, περισσότεροι από ένας στους τρεις εργαζόμενους ηλικίας 45-54 ετών δήλωσαν ότι η ισορροπία μεταξύ προσωπικής και επαγγελματικής ζωής αποτελεί βασικό παράγοντα εργασιακής ικανοποίησης.
Στις συμπληγάδες της καριέρας και της φροντίδας
Η ανάγκη για παροχές που στηρίζουν την ψυχική υγεία των εργαζομένων είναι σήμερα πιο επιτακτική από ποτέ, όπως κατέδειξε η έρευνα του Jobseeker, με τους συμμετέχοντες να επιζητούν ευελιξία, ασφάλεια, θετικό κλίμα, άδειες μετ’ αποδοχών, αλλά και στήριξη από τους εργοδότες τους μέσα από δράσεις και προγράμματα ευεξίας.
Στην Ελλάδα, όμως, η εικόνα είναι αποκαρδιωτική, σύμφωνα με τα αποτελέσματα έρευνας που πραγματοποιήθηκε από την ΕΥ Ελλάδος, την Hellas EAP και το Εργαστήριο Πειραματικής Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ. Μόλις το 23% των συμμετεχόντων δήλωσε ότι ο οργανισμός τους υποστηρίζει τους εργαζόμενους που αντιμετωπίζουν θέματα με την ψυχική τους υγεία (π.χ. άγχος, στρες). Η ίδια έρευνα καταγράφει υψηλά ποσοστά σε συμπτώματα που σχετίζονται με την κατάθλιψη, εκτεταμένα συμπτώματα άγχους και υψηλά επίπεδα στις εκδηλώσεις θυμού.
Τα δεδομένα αυτά αποκαλύπτουν μια έντονη ψυχολογική φθορά στον εργασιακό χώρο και η Generation X βρίσκεται συχνά στο επίκεντρό της – ιδίως οι γυναίκες αυτής της ηλικιακής ομάδας.
Πολλοί εργαζόμενοι ηλικίας 45-60 ετών καλούνται να ανταποκριθούν ταυτόχρονα σε αυξημένες επαγγελματικές απαιτήσεις, κατέχοντας διοικητικές θέσεις, και σε οικογενειακές ευθύνες, ανήκοντας σε αυτό που διεθνώς περιγράφεται ως «γενιά σάντουιτς»: φροντιστές τόσο για τα παιδιά τους (συχνά εφήβους ή νέους ενήλικες που εξαρτώνται οικονομικά) όσο και για τους ηλικιωμένους γονείς τους. Αυτή η διπλή φροντίδα δεν είναι μόνο συναισθηματικά απαιτητική, αλλά συχνά και πρακτικά εξουθενωτική.
Κι ενώ οι νεότερες γενιές είναι πιο εξοικειωμένες με την έννοια της ψυχικής υγείας και πιο πρόθυμες να τη διεκδικήσουν, πολλοί εργαζόμενοι μέσης ηλικίας συνεχίζουν να «κρατούν» χωρίς να μιλούν, προσπαθώντας να φανούν ανθεκτικοί, επαγγελματίες, διαθέσιμοι. Το αποτέλεσμα είναι μια εσωτερική φθορά, που δεν καταγράφεται εύκολα, αλλά επηρεάζει ουσιαστικά την καθημερινότητα, τις επιδόσεις και την ποιότητα ζωής τους.
Οι εργοδότες μπροστά σε μια πρόκληση
Μια από τις πιο σύνθετες προκλήσεις που καλούνται να διαχειριστούν οι επιχειρήσεις το 2025 είναι τη συνύπαρξη τεσσάρων διαφορετικών γενεών στον ίδιο εργασιακό χώρο (Baby Boomers, Generation X, Millennials και Gen Z).
Όλες μαζί συνθέτουν ένα περιβάλλον με διαφορετικές αξίες, προσδοκίες και τρόπους επικοινωνίας, που δεν αφήνει περιθώρια για ενιαία, οριζόντια προσέγγιση. Οι εργαζόμενοι μέσης ηλικίας δεν έχουν τις ίδιες αντοχές ή επαγγελματικές επιδιώξεις με έναν 20χρονο που μόλις ξεκινά, ούτε εκφράζουν με τον ίδιο τρόπο το στρες, την κόπωση ή την ανάγκη τους για υποστήριξη.
Κι ενώ σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, 7 στις 10 επιχειρήσεις αντιλαμβάνονται ότι η αποτελεσματική διαχείριση διαγενεακών ομάδων είναι κρίσιμη για τη μακροπρόθεσμη επιτυχία τους, μόλις το 40% δηλώνει ότι έχει αναπτύξει σχετική στρατηγική.
Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί του Jobseeker, ένα σημαντικό βήμα είναι η αναγνώριση των διαφορετικών αναγκών που εμφανίζουν οι διάφορες δημογραφικές ομάδες, ιδίως σε ό,τι αφορά την ψυχική τους υγεία. Σε αυτό το πλαίσιο, οι επιχειρήσεις καλούνται να:
- Επανεκτιμήσουν τα πακέτα παροχών τους, ώστε να υποστηρίζουν ουσιαστικά την ψυχική υγεία των εργαζομένων.
- Υιοθετήσουν μια κουλτούρα που προτάσσει την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής.
- Εφαρμόζουν ευέλικτα μοντέλα, όπως τηλεργασία ή υβριδική εργασία, όπου αυτό είναι εφικτό.
- Προσφέρουν δράσεις ευεξίας, όχι μόνο για την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά και για την πρόληψη της εξουθένωσης και τη συνολική ευημερία των εργαζομένων.
Με την ψυχική υγεία και την ισορροπία ζωής-εργασίας να αναδεικνύονται σε καθοριστικούς παράγοντες επαγγελματικής ικανοποίησης στις μέρες μας, οι εργοδότες έχουν την ευκαιρία -και την ευθύνη- να ακούσουν τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων τους. Ειδικά για την Generation X, που βρίσκεται σήμερα σε μια πολύ απαιτητική φάση της επαγγελματικής και προσωπικής της ζωής, αυτή η ανταπόκριση μπορεί να κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε μια δουλειά και εκείνη τη δουλειά στην οποία αξίζει κανείς να επενδύσει τον χρόνο, τις γνώσεις και την ενέργειά του.
Τα σχόλια είναι απενεργοποιημένα.